- ἑκταῖον
- ἑκταῖοςon the sixth daymasc acc sgἑκταῖοςon the sixth dayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκταίος — α, ο (Α ἑκταῑος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται την έκτη μέρα, που συμβαίνει κάθε έκτη μέρα («ἀφίκοντο ἑκταῑοι» έφθασαν την έκτη μέρα, μετά έξι μέρες, Ξεν.) 2. έκτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑκταῑον οι δύο κοτύλες* … Dictionary of Greek